Λεξεις και φρασεις παρομοιωδης


Εδω θα βρειτε την ιστορια καποιων περιεργων λεξεων και φρασεων που χρησιμοποιουμε συχνα :


  • Αγρόν ηγόρασε : Είναι φράση από μία παραβολή του Ιησού Χριστού, όπου ένας από τούς καλεσμένους σε δείπνο δεν ήρθε, με τη δικαιολογία πως: "αγρόν ηγόρασα και έχω ανάγκην εξελθείν και ιδείν αυτόν" (Λουκ. ιδ’, 18). Λεγεται για κάποιον που δεν προσέχει τις συμβουλές, που δεν δίνει σημασία σε όσα του λένε η που δεν καταλαβαίνει όσα γίνονται γύρω του.
  • Αει κουρεψου : Στα Βυζαντινά χρόνια ήταν συνηθισμένο το θέαμα της διαπόμπευσης. Οι Βυζαντινοί το είχαν ένα από τα πρώτα τους θεάματα να πηγαίνουν στις πλατείες και στούς δρόμους, για να παρακολουθήσουν μία διαπόμπευση. Οι τιμωρούμενοι, ήταν οι κλέφτες, οι δειλοί, οι μέθυσοι, οι αντάρτες, οι μοιχοί, αλλά και πολλές φορές πρόσωπα εξέχοντα. Η πρώτη δουλειά ήταν να κουρέψουν αυτόν που πρόκειτο να διαπομπευθεί. Ήταν, δηλαδή, μεγάλη προσβολή τότε να κουρέψεις κάποιον, έτσι όπως αργότερα στα χρόνια της Επανάστασης του ’21, ήταν βρισιά ν’ απειλήσεις κάποιον ότι θα του ξυρίσεις το μουστάκι.
  •  Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα αλλιώς: Η φράση αυτή ξεκίνησε από παροιμία, αλλά έγινε παροιμιακή από το παρακάτω περιστατικό. Στούς χρόνους του Όθωνα, υπήρχε ένας γνωστός κουρελιάρης τύπος: Ο Μανώλης Μπατίνος. Δεν υπήρχε κανείς στην Αθήνα που να μην τον γνωρίζει, μα και να μην τον συμπαθεί. Οι κάτοικοι του έδιναν συχνά κανένα παντελόνι η κανένα σακάκι, αλλά αυτός δεν καταδεχόταν να τα πάρει, γιατί δεν ήταν ζητιάνος. Ήταν... ποιητής, ρήτορας και φιλόσοφος. Στεκόταν σε μία πλατεία και αράδιαζε ο,τι του κατέβαινε. Καποτε, λοιπόν, έτυχε να περάσει από εκεί ο Ιωάννης Κωλέττης. Ο Μανώλης τον πλησίασε και τον ρώτησε, αν είχε το δικαίωμα να βγάλει λόγο στη... Βουλή. Ο Κωλλέτης του είπε ότι θα του έδινε ευχαρίστως άδεια, αν πετούσε από πάνω του τα παλιόρουχα που φορούσε κι έβαζε άλλα της ανθρωπιάς. Την άλλη μέρα ο Μανώλης παρουσιάστηκε στην πλατεία με τα ίδια ρούχα, αλλά φορούσε τα μέσα έξω. Ο κόσμος τον κοιτούσε έκπληκτος. Και τότε άκουσε αυτούς τούς στίχους από το στόμα του Μανώλη Μπατίνου:
    "Άλλαξε η Αθήνα όψη
    σαν μαχαίρι δίχως κόψη,
    πήρε κάτι απ’ την Ευρώπη
    και ξεφούσκωσε σαν τόπι.
    Άλλαξαν χαζοί και κούφοι
    και μας κάναν κλωτσοσκούφι.
    Άλλαξε κι ο Μανωλιός
    κι έβαλε τα ρούχα αλλιώς".
  • Αλλού ο παππάς, αλλού τα ράσα :Ήταν μία φορά ένας παππάς που είχε ένα κτηματάκι μακριά από την ενορία του και πήγαινε μόνος του και το όργωνε. Όταν πήγαινε λοιπόν, και άρχιζε το όργωμα, άφηνε τα ράσα του στην εκκλησία, για να μη σκονιστούν, φόραγε τα ρούχα τα παλιά του και πήγαινε στο κτήμα. Όταν τελείωνε τη δουλειά στο κτήμα, γύριζε στην εκκλησία και ξανάβαζε τα ράσα του.Οι ενορίτες, που έβλεπαν να κρέμονται τα ράσα στο στασίδι, έλεγαν: "αλλού ο παππάς και αλλού τα ράσα του".
  • Βγήκε από τα ρούχα του : Όταν ο Ιούλιος Καίσαρας θύμωνε με κάποιον, προτού τον μαλώσει, έλεγε τρεις φορές απ’ έξω το λατινικό αλφάβητο. Έτσι, όταν τελείωνε, τα νεύρα του ήταν ήσυχα και μπορούσε να μιλήσει με ηρεμία. Καποτε, που κάποιος φίλος του τον ειρωνεύτηκε άσχημα γι’ αυτό, ο Ιούλιος Καίσαρας σήκωσε το χέρι του και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Ο φίλος του, που δεν περίμενε κάτι τέτοιο, τον ρώτησε για ποιο λόγο του φέρθηκε τόσο βάρβαρα.
    - Απλούστατα, αποκρίθηκε εκείνος, γιατί δεν είπα τρεις φορές το αλφάβητό μου κι έτσι δεν μπόρεσα να κρατήσω τα νεύρα μου.
    Αλλά και οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το θυμό με διάφορες εκφράσεις. Έλεγαν: "Ουδέν οργής ειδικώτερον", "θυμού κράτει" * κι ένα σωρό άλλα. Ο φιλόσοφος Αθηνόδωρος πάλι, όταν γέρασε κάι θέλησε ν’ αποσυρθεί από την αυλή του αυτοκράτορα Αυγούστου, του είπε καθώς τον αποχαιρετούσε: "Ενθυμού, Καίσαρ, ίνα θυμωμένος ων, μη λέγης η πράττης τι η διακεκριμένως επαναλάβης όλα τα γράμματα του αλφαβήτου". Τοτε όμως ο Κλαύδιος - πρωτοξάδελφος του Αυγούστου, αγράμματος - που άκουσε τη συμβουλή, ρώτησε τον Αθηνόδωρο, τι έπρεπε να κάνει, όταν αυτός θύμωνε, αφού δεν ήξερε να πει το αλφάβητο.
    - Εσύ, απάντησε ο φιλόσοφος, αφού δεν ξέρεις γράμματα, να κάνεις κάτι άλλο: Να βγαίνεις απ’ τα ρούχα σου και να παίρνεις ένα παγωμένο λουτρό.
    Η φράση: "να βγαίνεις απ’ τα ρούχα σου" έκανε τόση εντύπωση τότε, ώστε όπου πήγαινε κανείς και όπου στεκόταν, την άκουγε. Αλλά και στην εποχή μας, όταν κάποιος θυμώνει περισσότερο απ’ όσο πρέπει, λέμε ότι "βγήκε από τα ρούχα του".

  • Για ψύλλου πήδημα  :Από τον πρώτο αιώνα η επικοινωνία των Ρωμαίων με τον ασιατικό κόσμο, είχε σαν αποτέλεσμα την εισαγωγή πληθώρας γελοίων και εξευτελιστικών δεισιδαιμονιών, που κατέκλυσαν όλες τις επαρχίες της Ιταλίας. Εκείνοι που φοβόντουσαν το μάτιασμα, κατάφευγαν στις μάγισσες, για να τους ξορκίσουν μ' ένα πολύ περίεργο τρόπο: Οι μάγισσες αυτές είχαν μερικούς γυμνασμένους ψύλλους, που πηδούσαν γύρω από ένα πιάτο με νερό. Αν ο ψύλλος έπεφτε μέσα και πνιγόταν, τότε αυτός που τον μάτιασε ήταν εχθρός. Αν συνέβαινε το αντίθετο -αν δεν πνιγόταν δηλαδή-τότε το μάτιασμα ήταν από φίλο, πράγμα που θα περνούσε γρήγορα. Κάποτε μια μάγισσα υπέδειξε σ' έναν πελάτη της ένα τέτοιο εχθρό με τ' όνομα του. Εκείνος πήγε, τον βρήκε και τον σκότωσε. Έτσι άρχισε μια φοβερή "βεντέτα" ανάμεσα σε δύο οικογένειες, που κράτησε πολλά χρόνια. Ωστόσο, από το δραματικό αυτό επεισόδιο, που το προξένησε μια ανόητη πρόληψη, βγήκε και έμεινε παροιμιακή η φράση: "Για ψύλλου πήδημα".
  • Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει :  Ανάμεσα στα παλληκάρια του Θ. Κολοκοτρώνη, ξεχώριζε ένας Τριπολιτσιώτης-ο Γιάννης Θυμιούλας-που είχε καταπληκτικές διαστάσεις: Ήταν δύο μέτρα ψηλός, παχύς και με το ένα του χέρι μπορούσε να σηκώσει άλογο. Ο Θυμιούλας έτρωγε στην καθισιά του ολόκληρο αρνί, αλλά πάλι σηκωνόταν πεινασμένος. Έπινε όμως πολύ. Παρόλα αυτά ήταν εξαιρετικά ευκίνητος, δε λογάριαζε τον κίνδυνο κι όταν έβγαινε στο πεδίο της μάχης, ο εχθρός μόνο που τον έβλεπε, έφευγε πάντα. Πολλοί καπεταναίοι, μάλιστα, όταν ήθελαν να κάνουν καμιά τολμηρή επιχείρηση, ζητούσαν από τον Κολοκοτρώνη να τούς τον... δανείσει. Καποτε ωστόσο, ο Θυμιούλας, μαζί με άλλους πέντε συντρόφους του, πολιορκήθηκαν στη σπηλιά ενός βουνού. Και η πολιορκία κράτησε κάπου τρεις μέρες. Στο διάστημα αυτό, είχαν τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν μαζί τους οι αρματωλοί και ο Θυμιούλας άρχισε να υποφέρει αφάνταστα.

    Στο τέλος, βλέποντας ότι θα πέθαινε από την πείνα, αποφάσισε να κάνει μία ηρωϊκή εξόρμηση, που ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Άρπαξε το χατζάρι του, βγήκε από τη σπηλιά και με απίστευτη ταχύτητα, άρχισε να τρέχει ανάμεσα στούς πολιορκητές, χτυπώντας δεξιά και αριστερά. Ο εχθρός σάστισε, τρόμαξε και το ’βαλε στα πόδια. Έτσι, γλίτωσαν όλοι τους. Ο Θυμιούλας κατέβηκε τότε σ’ ένα ελληνικό χωριό, έσφαξε τρία αρνιά και τα σούβλισε. Ύστερα παράγγειλε και του έφεραν ένα "εικοσάρικο" βαρελάκι κρασί κι έπεσε με τα μούτρα στο φαγοπότι. Φυσικά, όποιος χριστιανός περνούσε από κει, τον φώναζε, για να τον κεράσει. Πανω στην ώρα, έφτασε και ο Θ. Κολοκοτρώνης και ρώτησε να μάθει, τι συμβαίνει.

    -Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει! απάντησε ο Προεστός του χωριού. Και όπως λένε, αυτή η φράση, αν και παλιότερη, έμεινε από αυτό το περιστατικό.
  •  Δεν μυρισα τα νυχια μου : Στην αρχαιοτητα κατα την περιοδο των αγωνων λιγο προτού οι αθλητές μπουν στο σταδιο, πολλοί θεατές απ' έξω από το Στάδιο έ6αζαν μεγάλα στοιχήματα, για τον ένα ή τον άλλο αθλητή, όπως γίνεται αε πολλές περιπτώσεις και σήμερα. Πολλοι ακόμη πήγαιναν στα διάφορα μαντεια, για να μάθουν το νικητη. Οι "μάντισσες" βουτούσαν τότε τα νύχια τους σ' ένα υγρό, καμωμένο από δαφνέλαια, ύστερα τα έβαζαν κοντά στη μύτη τους κι έπεφταν σ' ένα είδος καταληψίας. Τότε ακριβώς έλεγαν και το όνομα του νικητή. Από το περιεργο αυτό γεγονός έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: ".. δε μύρισα τα νύχια μου", που τη λέμε συνήθως, όταν μας ρωτούν για κάποιο γνωστό συμβάν, το οποίο εμείς δεν έχουμε μάθει.  
  • Δεν περναει η μπογια της :  Στην αγορά της Kωνσταvτινoύπoλης υπήρχαν πολλά μαγαζιά, που πουλούσαν διάφορες αλοιφές για το πρόσωπο και το σώμα. Οι καλύ­τερες όμως αλοιφές ήταν εκεlνες που έφτιαχναν οι γυναίκες του λαου με βότανα,γάλα, μέλι και μεδουλι. Τα παράξενα όμως καλλυντικά δεν τ' αγόραζαν μόνο πα­στρικιές, αλλά κι αυτοκράτειρες, που προσπαθούσαν να διατηρήσουν με κάθε τρόπο την ομορψιά τους, για να μη χάσσυν την αγάπη του συζύγου τους. Οτι κι αν έκαναν όμως, όταν περνούοε η πρώτη τους νεότητα, δεν υπήρχε πια ελπίδα να ξαναγινουν ωραιες οι αυτοκράτειρες έτρεχαν να βρουν αλλoυ την εσωτερική τους χαρά. Ο λαός ωστόσο, που τα παρατηρει και τα σατιριζει όλα, όταν έβλεπε τα βασιλιά του να πηγαινει με άλλες γυναΙκες, έλεγε ειρωνικά για τη βασιλισσα: .. Δεν περ­νά πια η μπογιά της 
  • Έγινε Λούης : Η φράση αυτή βγήκε από τον πρώτο Ολυμπιονίκη στο μαραθώνιο δρόμο, το Μαρουσιώτη Σπύρο Λούη, που έτρεξε τόσο γρήγορα στο αγώνισμα αυτό, στούς πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες που έγιναν στην Αθήνα το 1896, ώστε όχι μόνο ήρθε πρώτος, αλλά έφερε και για την εποχή του, έναν περίφημο χρόνο. Και από τότε όταν κάποιος τρέχει πολύ γρήγορα, η χάνεται ξαφνικά από μπροστά μας λέμε "έγινε Λούης" η "άντε, γίνε Λούης" όταν θέλουμε να διώξουμε κάποιο ευγενικά η χαριτολογώντας από το χώρο μας.   
  • Ειναι απ'τα Αγραφα : Η εκφραση αυτη προηλθε απο τα "αγραφα" εκκλησιαστικα κειμενα, που οπως και τα "αποκρυφα" δεν περιλαμβανονται στα "κανονικα" Ευαγγελια και κειμενα που αφορουν τον βιο του Χριστου. Οσο για την αναφορα οτι προερχεται απο τα ορη της Ευρυτανιας ο ισχυρισμος δεν ισχυει. Τα ορη αυτης της περιοχης πηραν το ονομα τους επειδη οι Τουρκοι δεν μπορεσαν να υποδουλωσουν την περιοχη και να την καταγραψουν στα φορολογικα του βιβλια οπως εκαναν με τα "γραμμενα"  των Ιωαννινων. 
  • Εποχη ισχνων αγελαδων : Οι εφτά παχιές και εφτά ισχνές αγελάδες που είδε στο όνειρό του ο φαραώ της Αιγύπτου, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, λέγονται αγελάδες του φαραώ και οι παχιές σημαίνουν περίοδο ευημερίας, πλούτου, καλοζωίας, ενώ οι ισχνές περίοδο φτώχειας και στερήσεων 
  • Ζωντοβολο : Ειναι το τετραποδο κατοικιδιο ζωο και συνηθως αναφερεται στο γαιδουρι.  
  • Λοβιτουρα : Ρουμάνικη λέξη, που σημαlνει  χτύπημα, " κόλπο", μπάζα και γενικα κλοπή, ανήθικο κέρδος. Η λέξη πρωτομπήκε στην Ελλάδα το 1928, από τη διαμάχη που εί­χαν οι εφημερίδες "Πατρίς" και "Ελεύθερον Βήμα" και παρέμεινε από τότε παροιμιακή.    
  • Θα καει το πελεκουδι : Πελεκουδι λεγεται το πριονιδι. Και οπως το πριονιδι καιγεται πολυ γρηγορα, ετσι γρηγορα θα ερθουμε και σε κεφι!   
  • Κάνε τα αδύνατα δυνατά : Την έκφραση "τα αδύνατα δυνατά" τη βρίσκουμε και στον Ισοκράτη ("Προς Δημόνικον" 7). Λεει ο Ισοκράτης, ότι "η κτήσις της αρετής", εκτός του ότι είναι "κρείττων του πλούτου" (ανώτερη από τον πλούτο) και "χρησιμοτέρα της ευγενείας" (της ευγενικής καταγωγής), "δύναται να καταστήσει τα αδύνατα, δια τούς άλλους, δυνατά εις τούς ασκούντας την αρετήν". 

  •  Κολωνακι : Η ονομασία της συνοικίας αυτής οφείλεται σε παλαιά μαρμάρινη κυλινδρική στήλη ύψους 2 μέτρων και διαμέτρου 30 εκατοστών που βρέθηκε στη περιοχή και αναστηλώθηκε στη δεξιά σκάλα της Δεξαμενής. Οι Αθηναίοι της τουρκοκρατούμενης Αθήνας προς αποτροπή επιδημιών ή άλλων συμφορών συνήθιζαν να κάνουν λιτανείες και ιεροτελεστίες με θυσίες νεαρών μόσχων. Στα σημεία που κατέληγαν αυτές οι λιτανείες ολοκλήρωναν την ιεροτελεστία και έστηναν το «κολωνάκι». Έχουν βρεθεί πολλά σημεία στην Αθήνα που είχαν στηθεί τέτοια κολωνάκια.  
  • Mαγκας : H λέξη «μάγκας» έχει την προέλευση της στα ηρωικά ελληνικά χρόνια. Κατά την εποχή του απελευθερωτικού μας Αγώνα οι στρατολογούμενοι από τους οπλαρχηγούς,, διαιρούντο σε δυο ενωματίες. Κάθε ενωματία ονομαζόταν «Μάγκα» και ο αρχηγός της «Μάγκατζης». Ήταν τιμή και δόξα, λοιπόν, να είσαι Μάγκας ή να ανήκεις στους Μάγκες 
  • Μ' έπιασε κότσο:  Κόττος είναι η αρχική λέξη που δημιούργησε τον κότσο και σημαίνει το λειρί του κόκορα. Μάλιστα στην επέκτασή του, κόττος είναι ο αλέκτορας [κόκορας] και το θηλυκό του "όρνις" = "όρνιθα", που αργότερα ονομάστηκε κότα! Από αυτόν λοιπόν τον κόττο -το λειρί- βαφτίστηκε και το φουντωτό και φουσκωτό χτένισμα κόττος, που σιγά σιγά με τη φθορά της λέξης έγινε: "κότσος". Οι γυναίκες λοιπόν για να φτιάξουν το κότσο στα μαλλιά τους τον έδεναν με φουρκέτες, με λάστιχα κλπ. Και σήμερα, λέγοντας τη φράση: "μ' έπιασες κότσο" εννοούμε: "με τύλιξες, με ξεγέλασες, με παραπλάνησες" με τις πονηριές σου.
  • Μη μου απ'του : Μη μ' αγγΙζεις," μή μού απτου" είπε ο Χριστός στη Μαγδαληνή, όταν τον αναγνώρισε ύστερα από την Ανάσταση (Ιων. Κ' 17). Λέγεται για άνθρωπο που προσέχει πολύ στον τρόπο που παρουσιάζεται, τον μυγιάγγιχτο.  
  • new Μορα και κασσιδα : Κασσίδα είναι όμως και πάθηση του τριχωτού της κεφαλής. Τα μαλλιά παίρνουν μια φολιδωτή εμφάνιση σαν του αλυσιδωτού κράνους. Αυτή την κασσίδα ξέρει ο λαός, και δημιούργησε και τη λέξη κασσιδιάρης (κατα το μαραζιάρης, χτικιάρης, μισαφορμάρης, κλπ που δηλώνουν ασθένεια) . Τι είναι τελικά η Μόρα (ή Μορούζι); Η Μόρα είναι ένα ανεξάρτητο πνεύμα. Σύμφωνα με τις περιγραφές είναι μία γυναίκα μαυροφορεμένη, η οποία εμφανίζεται στον ύπνο κάποιου συνήθως όταν κοιμάται ανάσκελα, του κρατάει τα χέρια και προσπαθεί να του πάρει την ανάσα.

    Για την ακρίβεια, δεν μπορείς να κουνήσεις ούτε το μικρό σου δαχτυλάκι και ο πόνος στο στήθος σου όπου κάθεται, σου κόβει την ανάσα σε σημείο που αισθάνεσαι ότι αργοπεθαίνεις και όντως αργοπεθαίνεις, εκτός αν την νικήσεις. Αν την γλιτώσεις, για τις επόμενες περίπου 3 μέρες εξακολουθείς να αισθάνεσαι έναν αρκετά ενοχλητικό οξύ πόνο στο στήθος και δεν μπορείς να πάρεις βαθιά ανάσα. Από τα λεγόμενα ανθρώπων που έχουν σπάσει τα πλευρά τους, υποθέτω ότι το συναίσθημα είναι παρόμοιο.

    Εμφανίζεται με πολλές μορφές η πιο συνηθισμένη είναι αυτή της άσχημης γριάς, αλλά πολύ είναι αυτοί που την έχουν δει σαν όμορφη κοπέλα ή ακόμα και με την μορφή φωτεινής σφαίρας ή μικροσκοπικού νάνου κ.α.

    Η Μόρα φοράει ένα μαύρο σκουφάκι, ο μύθος λέει πως όποιος καταφέρει να της το πάρει θα έχει τρεις ευχές (κάτι παρόμοιο με τον μύθο των Νεράιδων), στην περίπτωση που η Μόρα καταφέρει να του το ξαναπάρει πίσω τότε αυτός πεθαίνει. Από όσα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα μόνο ένας είχε καταφέρει να της πάρει το σκουφάκι, η ευχή του ήταν, η Μόρα να γίνει πραγματική γυναίκα. Έτσι κι έγινε, αυτός παντρεύτηκε αυτή την γυναίκα και έκανε παιδιά μαζί της. Φρόντισε να κρύψει το σκουφάκι κάπου πολύ καλά. Ώσπου μια μέρα η Μόρα ξαναβρίσκει το σκουφάκι της και μετά εξαφανίστηκε πάλι.

    Λίγα λόγια για τον μύθο. Μία εκδοχή είναι ότι η Μόρα είναι η Λίλιθ (Lilith) η πρώτη γυναίκα του Αδάμ, ή μια από της τρεις κόρες της. Όπως αναφέρουν τα γνωστικά κείμενα και τα απόκρυφα της Παλαιάς Διαθήκης η Λίλιθ αποχώρισε από τον κήπο της Εδέμ γιατί
    Ήταν εκείνη που μύησε τον Αδάμ (μετά από προτροπή του Σατανά) στην απόλαυση του σεξ. Ήταν δηλαδή εκείνη που του δίδαξε ότι το σεξ δεν είναι μόνο για αναπαραγωγή αλλά και για ευχαρίστηση και αυτό εξόργισε τον Θεό και την εξόρισε ή
    Ο Αδάμ προσπάθησε να βιάσει την Λίλιθ, κι εκείνη τρομαγμένη έφυγε από τον Παράδεισο.

    Ο Αδάμ, λυπήθηκε για την φυγή της Λίλιθ και ζήτησε από τον Θεό να του την φέρει πίσω. Εκείνος έστειλε τους 3 αγγέλους να την βρούν και να την φέρουν πίσω, όπου την βρήκαν κάπου στην Μεσοποταμία. Την παρακάλεσαν επανειλημμένα να επιστρέψει αλλά εκείνη αρνήθηκε. Τους είπε επίσης ότι για τους αιώνες των αιώνων, θα επισκέπτεται τα μικρά παιδιά στον ύπνο τους και θα τα πνίγει, για να εκδικηθεί. Οργισμένοι οι άγγελοι, την απείλησαν ότι θα ξεσηκώσουν την θάλασσα να την πνίξουν. Η Λίλιθ άρχισε να κλαίει και να τους παρακαλάει να την λυπηθούν. Όντως οι άγγελοι υπέκυψαν στα παρακάλια της και εκείνη για «ανταμοιβή» ορκίστηκε ότι δεν θα πειράζει τα παιδιά που θα έχουν τα ονόματα των 3 αυτών αγγέλων γραμμένα πάνω στην κούνια

    Τώρα, γιατί την άφησαν να φύγει παρόλο που δεν πήρε τον λόγο της πίσω (ότι δηλαδή θα εκδικηθεί), είναι ένα ερώτημα χωρίς απάντηση. Αλλά η Βίβλος βρίθει από τέτοια ερωτήματα έτσι κι αλλιώς. Για να ολοκληρώσω την ιστορία, στην συνέχεια λέγεται ότι ο Σατανάς την έκανε γυναίκα του και αρχόντισσα όλων των σκοτεινών υπάρξεων. Λέγεται επίσης ότι η Λίλιθ είναι και το πρώτο Βαμπίρ. Από τότε στοιχειώνει τα όνειρα των ανδρών και κάνει έρωτα μαζί τους, επιτίθεται στις έγκυες γυναίκες και τελικά τις σκοτώνει. Σύμφωνα με τα κείμενα εμφανίζεται και αυτή μαυροφορεμένη.

    Μία πιο ορθολογική εξήγηση είναι πως η Μόρα είναι "ψυχικός βρικόλακας" δηλαδή μια σκεπτομορφή που δημιουργεί κάποιος και την στέλνει στον ύπνο κάποιου άλλου. Μία μορφή ενέργειας που προσπαθεί να πάρει την ενέργεια του θύματος (ή το αίμα του όπως γνωρίζουμε στις γνωστές ιστορίες με τους βρικόλακες) και τελικά το θύμα πεθαίνει. Μία μορφή Voodoo ή κάτι τέτοιο.
  • Μορτης : Το όνομα «μόρτυς» βγαίνει από την Ιταλική λέξη «μόρτο» που σημαίνει θάνατος. Οταν, τον Μεσαίωνα, είχε πέσει στην Ευρώπη το «μαύρο θανατικό», δηλαδή η χολέρα, στη Φλωρεντία, που είχε και τα περισσότερα θύματα, δεν υπήρχαν πια νεκροθάφτες για να θάψουν τους πεθαμένους. Οι πλούσιοι κάτοικοι της πόλεως τότε, για να μην αφήνουν τους νεκρούς τους στους δρόμους πλήρωναν μεγάλα ποσά σ' αυτούς που θα τους έθαβαν. Ετσι, όλα τ' αποβράσματα της κοινωνίας, βρήκαν την ευκαιρία να πλουτίσουν. Σχημάτισαν, λοιπόν, διάφορες ομάδες, που τις ονόμασαν «μορταρίες» και ανελάμβαναν να θάβουν τους πεθαμένους Κι' από τότε η λέξη σήμαινε κακοποιό και αλήτη, ενώ στην εποχή μας α­κούγεται συχνά, χωρίς να σοκάρει, και σημαίνει έξυπνος, πονηρός!..  
  • Ξυλο μετα μουσικης : Πολλές οργανώσεις, αστυνομίες, αλλά και αυτός ακόμη ο Αλή Πασάς, διέταζε να παιζει η μουσικη, όταν βασάνιζαν κάποιον, ώστε με το θόρυβο των τυμπάνων και των πνευστών ιδίως οργάνων, να μην ακούγονται οι σπαραχτικές κραυγές του βασανιζόμενου.   
  • Πλατεια Κλαθμωνος : Η πλατεια ονομαστηκε ετσι γιατι πριν το 1911( που θεσπιστηκε ο νομος της μονιμοτητας στο δημοσιο) καθε φορα που αλλαζε η κυβερνηση, απελυε τους περισσοτερους δημοσιους υπαλληλους οι οποιοι συγκεντρωνονταν σε αυτη την πλατεια και εκλαιγαν!  
  • Πουτανεσκα : Ειδος πιτσας και μακαροναδας με την ομονυμη σως. Το ονομα της προερχεται απο τις εκδιδομενες γυναικες της Ναπολι στην Ιταλια, που ελειψη χρονου επρεπε να φτιαχνουν κατι γρηγορο για φαγητο! 
  •  Σιγα τον πολυελαιο:  Βρισκόμαστε στα χρόνια του Όθωνα. Ο Βαυαρός βασιλιάς, που ντυνόταν με φουστανέλες και φέσι και στις πιο επίσημες εμφανίσεις του, μαζί με τη βασίλισσα Αμαλία οργάνωναν συχνά γιορτές στ' Ανάκτορα. Η πιο διαλεχτή κοινωνία εκείνον τον καιρό ήταν, βέβαια, οι επιζώντες και οι απόγονοι των αγωνιστών του '21, μαζί με τους ξένους αυλικούς, που ήρθαν στην Ελλάδα, συνοδεύοντας τον Όθωνα. Το ότι στους απλούς αυτούς ανθρώπους ήταν άγνωστη η δυτική εθιμοτυπία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δε μείωνε καθόλου τη μεγαλοπρέπεια και την ομορφιά των συγκεντρώσεων ούτε την οικειότητα με τους ξένους αξιωματικούς, που ήταν πάντα θαυμαστές κάθε ελληνικής εκδήλωσης. Το κέφι, λοιπόν, έφθανε πολύ γρήγορα στο κατακόρυφο με τους ελληνικούς χορούς, που με ζήλο προσπαθούσαν να μάθουν και οι ξένοι. Κι εδώ ακριβώς είναι το σημείο που μας ενδιαφέρει. Οι γερολεβέντες παλιοί πολεμιστές, στον ενθουσιασμό τους, τραβούσαν κι άδειαζαν προς το ταβάνι τα κουμπούρια τους. Κι ακόμα σε καμιά «γυροβολιά», όταν το απαιτούσε η φιγούρα του χορού, έβγαζαν και το τσαρούχι, εκσφενδονίζοντας το προς τα πάνω. Αλλά τις αίθουσες των Ανακτόρων τις φώτιζαν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι και κηροστάτες. Στο κρίσιμο, λοιπόν, αυτό σημείο, ακουγόταν ψιθυριστά και με τη συνοδεία ενός ευγενικού χαμόγελου, φιλική «παραίνεση» κάποιου γνωστού των Ανακτόρων προς τον ενθουσιώδη χορευτή: «Σιγά τον πολυέλαιον!».
    Μια δεύτερη εκδοχή δίνει την εξής προέλευση: Σε πολλά μοναστήρια και εκκλησίες της πατρίδας μας, επικρατεί ακόμα και. σήμερα η συνήθεια, στις μεγάλες γιορτές και συγκεκριμένα κατά τη δοξολογία, αφού ανάψει ο καντηλανάφτης τους πολυέλαιους, να τους κινεί, τον ένα από την Ανατολή στη Δύση και τον άλλο από Βορρά προς Νότο, έτσι που να σχηματίζεται το σημείο του Σταυρού. Έτσι παρουσιάζεται με περισσότερη λαμπρότητα ο διάκοσμος της εκκλησίας. Αν, όμως, η κίνηση δεν ήταν ομαλή και κινδύνευαν να σβήσουν τα φώτα, του έλεγαν: «Σιγά τον πολυέλαιο, να μη σβήσουν τα φώτα». Κατ' άλλους, η λέξη πολυέλαιος γράφεται με έψιλον και όχι με άλφα γιώτα, γιατί τον πολυέλαιο τον ανάβουν στην εκκλησία, όταν ψάλλεται ο ψαλμός του Δαυίδ, ο γνωστός ως «πολυέλεος », που τα εδάφια του έχουν σαν επωδό το «ότι είς τον αιώνα, το έλεος αυτού».
  • Τα φόρτωσε στον κόκοραηλαδή, εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια για πιο πέρα, κι επειδή ο κόκορας φημίζεται για ελαφρόμυαλος, έτσι έχασε κάθε ελπίδα. Μερικοί θέλουν να λένε ότι ίσως να προέρχεται η φράση από τις κοκορομαχίες. Δηλαδή, έβαλε η έχασε όλα τα χρήματά του, περιουσία του, σε στοιχήματα πάνω στον κόκορα.
  • Της πουτανας το καγκελο :  Δημώδης ελληνική έκφραση (αργκό) που απαντάται συχνά και ως "έγινε της πουτάνας το κάγκελο" προκειμένου να χαρακτηρισθεί το μέγεθος κάποιας κοσμοσυρροής, ή συνωστισμού ή και φασαρίας (με την έννοια του καυγά, της αταξίας) αλλά οπωσδήποτε με την έννοια της ταλαιπωρίας. Ως συνώνυμη και πιο κόσμια έκφραση θεωρείται και το "έγινε χαμός".  Παραλλαγές με το ίδιο νόημα αποτελούν οι εκφράσεις "της πουτάνας" καθώς και η μεταγενέστερη αρχαϊζουσα και μη βωμολόχος "της εκδιδομένης γυναικός το κιγκλίδωμα" που είχε λανσάρει στις αρχές του "80 ο ηθοποιός Χάρρυ Κλυνν. Λέγεται ότι προπολεμικά αλλά και λίγο αργότερα, όταν αγκυροβολούσε τότε στον όρμο του Φαλήρου ο συμμαχικός στόλος, οι ιερόδουλες  της εποχής συνωστίζονταν στη μεγάλη μεταλλική εξέδρα που υπήρχε τότε στη παραλία του Νέου Φαλήρου και μάλιστα στα κάγκελα της δεξιάς πλευράς (προς τον εξερχόμενο) που έβλεπαν προς την Ακρόπολη στα οποία και ανέμεναν τους επίδοξους πελάτες τους. Όταν όμως δεν υπήρχε ο στόλος τόσο τα παιδιά όσο και οι γονείς απέτρεπαν την οποιαδήποτε παραμονή εκεί χαρακτηρίζοντας το χώρο ως "της πουτάνας το κάγκελο".
  • Του έδωσε τα παπούτσια στο χέρι : Με τη φράση αυτή εννοούμε ότι κάποιον τον διώχνουμε, τον απολύουμε από τη δουλειά του για διάφορους λόγους. Αυτή η έκφραση ξεκίνησε από ένα παλιό έθιμο, που είχε την πρώτη εφαρμογή του στη Βαβυλωνία. Όταν ο βασιλιάς ήθελε να αντικαταστήσει έναν άρχοντα, είτε γιατί ήταν ανεπαρκής, είτε γιατί με κάποια σφάλματά του είχε πέσει στη δυσμένειά του, του έστελνε ένα ζευγάρι από παλιά παπούτσια με γραμμένο από κάτω το όνομα αυτού που το λάβαινε. Το έθιμο αυτό το πήραν από τους Βαβυλώνιους και οι Βυζαντινοί και το διατήρησαν ως τα τελευταία χρόνια της αυτοκρατορίας. Σχέση έχει και η άλλη φράση που λέμε: "σε γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια". Δηλαδή δεν σε υπολογίζω, δε σου δίνω αξία, σημασία, σε αγνοώ.
  • Του Κουτρουλη ο γαμος : «"Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος" ή "Έγινε του Κουτρούλη το πανηγύρι" λέμε οι νεότεροι Έλληνες όταν πρόκειται για θορυβώδη συνάθροιση ή μεγάλη ακαταστασία. Ποιος είναι όμως αυτός ο Κουτρούλης και γιατί ο γάμος του να γίνει παροιμιώδης;
    »Ο καβαλλάριος [ιππότης] κυρ Ιωάννης ο Κουτρούλης, που πιθανώς ζούσε στη Μεθώνη, συγκατοίκησε με γυναίκα που είχε φύγει από το συζυγικό σπίτι μετά από σκάνδαλο, όπως φαίνεται. Η μη νόμιμη αυτή συγκατοίκηση τράβηξε την προσοχή της εκκλησίας, η οποία αφόρισε τη γυναίκα. Πέρασαν εν τω μεταξύ δεκαεφτά χρόνια, και ο Κουτρούλης, μη εννοώντας να απομακρυνθεί από τη γυναίκα, πάντοτε προσπαθούσε να του επιτραπεί να την παντρευτεί νόμιμα. Πόσο μεγάλο θα ήταν το σκάνδαλο, και επομένως πόσο γνωστό στη μικρή κοινωνία της Μεθώνης, ο καθένας το φαντάζεται. Ο νόμιμος και πρώτος σύζυγος που αντιδρούσε, για δεκαεφτά χρόνια βασάνιζε τον Κουτρούλη. Τα πράγματα όμως μεταβλήθηκαν το Μάιο του 1394. Ο Πατριάρχης Αντώνιος ο Δ', στον οποίο η αφορισθείσα παρουσίασε διαζύγιο που είχε γίνει επί του εν τω μεταξύ αποθανόντος επισκόπου Μεθώνης Καλογεννήτου, με το οποίο ο γάμος θεωρούνταν νομίμως διαλελυμένος, αναγνώρισε το δίκιο της και με γράμματά του και προς τον μητροπολίτη Μονεμβασίας και τον επίσκοπο Μεθώνης επίτρεψε την με τις ευχές της εκκλησίας τέλεση του γάμου, εάν όμως αποδεικνυόταν ότι ο Κουτρούλης δεν είχε καμιά ιδιαίτερη σχέση με τη γυναίκα, με την οποία συγκατοικούσε, για όσο αυτή ζούσε με τον πρώτο σύζυγό της. Τι αποδείχτηκε δεν ξέρουμε· φαίνεται όμως ότι η ανάκριση των ιεραρχών πιστοποίησε την αθωότητα του Κουτρούλη και έτσι ο γάμος έγινε. Αν θα γίνει ή όχι ο γάμος, συζητιόταν για δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια, και όταν επιτέλους έγινε, έγινε το ζήτημα της ημέρας. Στα στόματα των γυναικών και των περιέργων θα περιφερόταν αναμφίβολα η φράση "'Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος", όπου όλη η σπουδαιότητα έπεφτε στο ρήμα "έγινε". Κατά το γάμο ωστόσο, που μάλλον πανηγύρι ήταν, είναι φυσικό να έγινε έκτακτο και εξαιρετικό γλέντι, αφενός μεν σε πείσμα του πρώτου συζύγου, αφετέρου δε για ικανοποίηση του πολύπαθου και καταξοδεμένου δεύτερου συζύγου, ο οποίος δεν ήταν κάποιος άγνωστος, ήταν ο εξαιτίας των γεγονότων διαβόητος καβαλλάριος Ιωάννης Κουτρούλης.
    »Στη φράση κατόπιν "Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος" τονιζόταν όχι πλέον η λέξη "έγινε", αλλά η γενική "του Κουτρούλη", η οποία έγινε συνώνυμη με το "θορυβωδώς" και η οποία είναι σήμερα η ιδιαίτερη λέξη όλης της φράσης. Όπως είπαμε, ο γάμος επιτράπηκε από τον Πατριάρχη το Μάιο του 1394, τίποτα δεν μας εμποδίζει να παραδεχτούμε ότι ο ανυπόμονος Κουτρούλης παντρεύτηκε την ίδια εποχή, και επομένως όταν άρχιζε ο ΙΕ' αιώνας ήταν παροιμιώδες το ότι "Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος".»
  • Τραγική ειρωνία : Είναι φράση σχετική με την παράσταση της αρχαίας τραγωδίας. Εκφράζει την αντίθεση ανάμεσα σ’ εκείνο που λεγόταν η επιδιωκόταν στο αρχαίο δράμα από ένα πρόσωπο και τη γνωστή στο θεατή πραγματικότητα. (Έτσι λ.χ. στον "Οιδίποδα Τυραννο" στο Σοφοκλή, όπου ο ευτυχισμένος ως τότε βασιλιάς, ετοιμάζει την καταστροφή του με τον ακράτητο πόθο του, να μάθει την αλήθεια για την καταγωγή του).
  •  Τρία πουλάκια κάθοταν  : Όταν θέλουμε να πούμε πως κάποιος δεν προσέχει αυτόν που μιλάει και μετά μπαίνει στη συζήτηση, λέγοντας άλλα αντ’ άλλων, συνηθίζουμε τη φράση αυτή. Και τούτο γιατί τα "τρία πουλάκια" του δημοτικού μας τραγουδιού κοίταγαν καθένα και σε άλλη διεύθυνση: "Τρία πουλάκια κάθονταν στου Διάκου το ταμπούρι· το ’να κοιτάει τη Λειβαδιά και τ’ άλλο το Ζητούνι· το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει...".
     
  • Τροικα :  Η λέξη τρόικα είναι ρωσική που σημαίνει τριμερής, ή τριπλός. Ειδικότερα με την ονομασία τρόικα φερόταν παραδοσιακή ιππήλατη άμαξα, συνηθέστερα έλκηθρο, που το έσερναν τρεις ίπποι ζευγμένοι κατά μέτωπο.Οι τρόικες πρωτοεμφανίσθηκαν περί τον 17ο αιώνα, τόσο στην Ουγγαρία όσο και στη Ρωσία, αρχικά ως εμπορικές και ταχυδρομικές άμαξες που ανέπτυσσαν ταχύτητα περίπου 50 χλμ. την ώρα. Αργότερα στη Ρωσική Αυτοκρατορία, αλλά και στην Ουγγαρία άρχισαν ν' αποτελούν το κατ΄ εξοχή σύμβολο της υψηλής κοινωνικής θέσης. Κατ' επέκταση της σημασίας του όρου, επί σοβιετικού καθεστώτος και ειδικότερα μετά τον θάνατο του Στάλιν, η λέξη τρόικα έλαβε πολιτική σημασία δηλώνοντας την κυβερνητική τριανδρία της χώρας με συνέπεια να καταστεί εξ αυτού διεθνής όρος σε αναφορές τριανδρίας, ή οποιασδήποτε τριπλής διοίκησης, ή τριμελούς επιτροπής.  
  • Τσοντα : Η κυριολεκτικη εννοια της λεξης ειναι κατι το ενδιαμεσο,το παρενθετο. Πχ χρησιμοποιουσαμε τσοντα σε ενα μπαλωμα ενος παντελονιου οπου για να ραφτει το μπαλωμα βαζαμε ενα πανι παρενθετο για να ακουμπησει επανω του το μπαλωμα. Η συνδεση με τις ταινιες πορνο πηγαζει απο την εποχη της δικτατοριας. Επειδη η προβολη ακαταλληλων ταινιων απαγορευοταν, διαφοροι κινηματογραφοι που ηθελαν να προβαλουν τετοιες ταινιες, προβαλαν πχ ενα γουεστερν ωστε να γλυτωσουν την λογοκρισια και σε ασχετες χρονικες στιγμες κοβοταν η ταινια και  "επεφταν" παρενθετα  πλανα με πορνο.
  • Χρωσταει της Μιχαλους : Η λαϊκή έκφραση συνδέεται με τη μετεπαναστατική ζωή στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα τότε της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, μετά την επανάσταση του 21 υπήρχε στο Ναύπλιο μια ταβέρνα που ανήκε σε μια γυναίκα, τη Μιχαλού. Η Μιχαλού είχε το προτέρημα να κάνει «βερεσέδια» αλλά υπό προθεσμία. Μόλις εξαντλείτο η προθεσμία - και η υπομονή της - στόλιζε τους χρεώστες της με «κοσμητικότατα» επίθετα. Όσοι τα άκουγαν, ήξεραν καλά ότι αυτός που δέχεται τις «περιποιήσεις» της «χρωστάει της Μιχαλούς»